- συνέψομαι
- συνέπομαιfollow along withfut ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνέψω — Α 1. βράζω ή ψήνω δύο πράγματα μαζί 2. παθ. συνέψομαι α) (για καρπούς) ωριμάζω β) (για μέταλλα) τήκομαι ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἕψω «βράζω, μαγειρεύω, ψήνω»] … Dictionary of Greek